πυρετός

πυρετός
πῠρετ-ός, , ([etym.] πῦρ)
A burning heat, fiery heat, φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (sc. Sirius) Il.22.31.
II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V.1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr.247 ([place name] Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti.86a, etc. (v. sub. vocc.);

διαλείποντες Arist.Pr.866a23

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — burning heat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… …   Dictionary of Greek

  • πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο …   Dictionary of Greek

  • Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… …   Dictionary of Greek

  • Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”